- παλαμικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη.2. μαθητής ή οπαδός του ποιητή Κωστή Παλαμά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη, παλαμιαίος 2. φρ. «παλαμικοί μύες» δύο μύες τής παλάμης, ο μακρός και ο βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο]. (II) ή, ό [Παλαμάς] 1. αυτός που… … Dictionary of Greek